Instilling in greek
Translation: instilling, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ενστάλαξη, εμπνέοντας, την ενστάλαξη, ενσταλάζοντας, ενστάλλαξη
Other Languages
Related words: instilling
instilling definition, instilling confidence, instilling language dictionary greek, instilling in greek
Translations
- instillation in greek - ενστάλαξη, ενστάλλαξη, την ενστάλαξη, την ενστάλλαξη, ενστάλαξης
- instilled in greek - ενστάλαξε, εμφυσήσει, ενσταλάξει, ενσταλάζεται, ενσταλάζονται
- instinct in greek - ένστικτο, το ένστικτο, ένστικτό, το ένστικτό, ενστίκτου
- instinctive in greek - ενστικτώδης
Random words
Instilling in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ενστάλαξη, εμπνέοντας, την ενστάλαξη, ενσταλάζοντας, ενστάλλαξη
Translations: ενστάλαξη, εμπνέοντας, την ενστάλαξη, ενσταλάζοντας, ενστάλλαξη