Incarnadine in greek
Translation: incarnadine, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
βάφω ερυθρό
Other Languages
Related words: incarnadine
incarnadine language dictionary greek, incarnadine in greek
Translations
- incarcerating in greek - φυλάκιση, απομονώνοντας αυτών, η φυλάκιση, κρατά φυλακισμένους
- incarceration in greek - φυλάκιση, εγκλεισμό, φυλάκισή, φυλάκισής, της φυλάκισης
- incarnated in greek - ενσαρκωμένη, ενσάρκωνε, ενσαρκώθηκαν, ενσαρκώνεται, ενσάρκωσε
Random words
Incarnadine in greek - Dictionary: english » greek
Translations: βάφω ερυθρό
Translations: βάφω ερυθρό