Hitchhiking in greek

Translation: hitchhiking, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ωτοστόπ, κάνει ωτοστόπ, να κάνει ωτοστόπ, το ωτοστόπ, κάνει οτοστόπ
Hitchhiking in greek
Other Languages

Related words: hitchhiking

hitchhiking ghosts, hitchhiking legal, hitchhiking laws, is hitchhiking legal, hitchhiking illegal, hitchhiking language dictionary greek, hitchhiking in greek

Translations

  • hitchhikers in greek - ωτοστόπ, λαθρεπιβάτες
  • hitching in greek - ωτοστόπ, κρεμάσματος, κοτσαδόρο, ρυμούλκηση
Random words
Hitchhiking in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ωτοστόπ, κάνει ωτοστόπ, να κάνει ωτοστόπ, το ωτοστόπ, κάνει οτοστόπ