Haven in greek

Translation: haven, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
επίνειο, καταφύγιο, παράδεισος, παράδεισο, λιμάνι
Haven in greek
Other Languages

Related words: haven

new haven, new haven ct, safe haven, winter haven, the haven, haven language dictionary greek, haven in greek

Translations

  • have in greek - έχε, έχω
  • have-on in greek - έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, διαθέτουν
  • havens in greek - παράδεισοι, παραδείσων, παραδείσους, καταφύγια, παράδεισους
  • haversack in greek - γύλιος, σακίδιο, σάκκος με προμήθειες
Random words
Haven in greek - Dictionary: english » greek
Translations: επίνειο, καταφύγιο, παράδεισος, παράδεισο, λιμάνι