Frequenter in greek
Translation: frequenter, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
συχνάζων, συχνάστης, θαμών, θαμώνας
Other Languages
Related words: frequenter
frequenter language dictionary greek, frequenter in greek
Translations
- frequented in greek - πολυσύχναστα, πολυσύχναστους, πολυσύχναστες, πολυσύχναστο, πολυσύχναστη
- frequenters in greek - θαμώνες, θαμώνων
- frequenting in greek - συχνάζουν, που συχνάζουν, συχνάζουν σε, που συχνάζουν σε, να συχνάζουν
Random words
Frequenter in greek - Dictionary: english » greek
Translations: συχνάζων, συχνάστης, θαμών, θαμώνας
Translations: συχνάζων, συχνάστης, θαμών, θαμώνας