Ensuring in greek

Translation: ensuring, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
εξασφαλίζοντας, διασφαλίζοντας, διασφάλιση, την εξασφάλιση, εξασφάλιση
Ensuring in greek
Other Languages

Related words: ensuring

insuring, ensuring definition, ensuring success, ensuring synonym, ensuring vs insuring, ensuring language dictionary greek, ensuring in greek

Translations

  • ensured in greek - διασφαλίζεται, εξασφαλίζεται, εξασφαλιστεί, εξασφάλισε, διασφαλιστεί
  • ensures in greek - εξασφαλίζει, βεβαιώνει, διασφαλίζει, βεβαιώνεται
  • entablature in greek - θριγκός, θριγκό, θριγκού, γείσο, του θριγκού
Random words
Ensuring in greek - Dictionary: english » greek
Translations: εξασφαλίζοντας, διασφαλίζοντας, διασφάλιση, την εξασφάλιση, εξασφάλιση