Electrify in greek
Translation: electrify, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ηλεκτρίζω, ηλεκτροδοτώ
Related words
Other Languages
Related words: electrify
motorola, motorola electrify, electrify m, motorola electrify m, motorola m, electrify language dictionary greek, electrify in greek
Translations
- electrified in greek - ηλεκτροφόρα, ηλεκτρισμένη, ηλεκτροφόρα για, ηλεκτρισμένο, ηλεκτροδοτούμενες
- electrifies in greek - ηλεκτροδοτεί, ηλεκτρίζει, τα ηλεκτρίζει
- electrifying in greek - ηλεκτρισμένη, ηλεκτρισμένο, ηλεκτρίζοντας, ηλεκτρίζει
- electro in greek - ηλεκτρο, ήλεκτρο, ηλεκτρομαγνητικά, ηλεκτρομαγνητικό
Random words
Electrify in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ηλεκτρίζω, ηλεκτροδοτώ
Translations: ηλεκτρίζω, ηλεκτροδοτώ