Disputed in greek
Translation: disputed, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αμφισβητείται, αμφισβήτησε, αμφισβητηθεί, επίμαχες, επίδικο
Other Languages
Related words: disputed
disputed islands, china disputed islands, disputed definition, disputed debt, disputed islands japan, disputed language dictionary greek, disputed in greek
Translations
- dispute in greek - διαφωνία, διεκδικώ, διένεξη, διαμάχη, διαφοράς, διαφορά, διαφορών
- disputes in greek - διαφορών, διαφορές, των διαφορών, διαφορές που, τις διαφορές
- disputing in greek - αμφισβητώντας, αμφισβητεί, αμφισβητούν, αμφισβήτηση, αμφισβητήσει
Random words
Disputed in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αμφισβητείται, αμφισβήτησε, αμφισβητηθεί, επίμαχες, επίδικο
Translations: αμφισβητείται, αμφισβήτησε, αμφισβητηθεί, επίμαχες, επίδικο