Convenience in greek
Translation: convenience, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
άνεση, ευκολία, εξυπηρέτησή, καλύτερη εξυπηρέτησή, την καλύτερη εξυπηρέτησή
Related words
Other Languages
Related words: convenience
convenience bank, first convenience, first convenience bank, convenience store, convenience stores, convenience language dictionary greek, convenience in greek
Translations
- convener in greek - σύνεδρος, τη σύγκληση της πλατφόρμας, σύγκληση της πλατφόρμας, στον μετατροπέα, συγκαλών
- convenes in greek - συγκαλεί, συνέρχεται, συνεδριάζει, και συνέρχεται, συγκαλείται
- conveniences in greek - ευκολίες, ανέσεις, ανέσεις που, τις ανέσεις
- convenient in greek - βολικός
Random words
Convenience in greek - Dictionary: english » greek
Translations: άνεση, ευκολία, εξυπηρέτησή, καλύτερη εξυπηρέτησή, την καλύτερη εξυπηρέτησή
Translations: άνεση, ευκολία, εξυπηρέτησή, καλύτερη εξυπηρέτησή, την καλύτερη εξυπηρέτησή