Bindingly in greek
Translation: bindingly, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
δεσμευτικά, δεσμευτικό, τρόπο υποχρεωτικό, κατά δεσμευτικό, κατά τρόπο υποχρεωτικό
Other Languages
Related words: bindingly
bindingly language dictionary greek, bindingly in greek
Translations
- bindery in greek - βιβλιοδετείο, βιβλιοδεσία, με βιβλιοδεσία
- binding in greek - δεσμευτικός, δέσιμο
- bindings in greek - δέστρες, συνδέσεις, παγιοποιήσεις, συνδέσεων, τις συνδέσεις
- binds in greek - δεσμεύεται, συνδέεται, δεσμεύει, προσδένεται, δεσμεύεται η
Random words
Bindingly in greek - Dictionary: english » greek
Translations: δεσμευτικά, δεσμευτικό, τρόπο υποχρεωτικό, κατά δεσμευτικό, κατά τρόπο υποχρεωτικό
Translations: δεσμευτικά, δεσμευτικό, τρόπο υποχρεωτικό, κατά δεσμευτικό, κατά τρόπο υποχρεωτικό