Agelessly in greek
Translation: agelessly, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
διαχρονικά
Other Languages
Related words: agelessly
agelessly language dictionary greek, agelessly in greek
Translations
- ageism in greek - ηλικιακό ρατσισμό, διακρίσεις λόγω ηλικίας, στον ηλικιακό ρατσισμό, διακρίσεων λόγω ηλικίας, ηλικιακών διακρίσεων
- agencies in greek - οργανισμοί, υπηρεσίες, οργανισμούς, γραφεία, πρακτορεία
- agency in greek - υπηρεσία, πρακτορείο, Οργανισμού, Οργανισμός, οργανισμό, γραφείο
Random words
Agelessly in greek - Dictionary: english » greek
Translations: διαχρονικά
Translations: διαχρονικά