Acicular in greek
Translation: acicular, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ινώδους, βελονοειδή, βελονοειδής, αιχμηρά, βελονοειδείς
Other Languages
Related words: acicular
acicular language dictionary greek, acicular in greek
Translations
- achy in greek - άλγη, ελαφριού άλγους, πόνων
- acid in greek - οξύ, οξύς, οξέος, οξέως, οξέων
- acid-forming in greek - σχηματίζουν οξέα, που σχηματίζουν οξέα, σχηματοποιησής οξέος, σχηατίζουν οξέα, που σχηατίζουν οξέα
Random words
Acicular in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ινώδους, βελονοειδή, βελονοειδής, αιχμηρά, βελονοειδείς
Translations: ινώδους, βελονοειδή, βελονοειδής, αιχμηρά, βελονοειδείς