Brug på græsk
Oversættelse: brug, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
χρησιμοποιώ, εργασία, χρήση, εφαρμογή, άσκηση, αίτηση, έθιμο, προσήλωση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: brug
brug af, brug af facebook, brug af gasgrill, brug af hjertestarter, brug af ipad, brug sprog ordbog græsk, brug på græsk
Oversættelser
- brudgom på græsk - γαμπρός, Groom, νεόνυμφων, Γαμπρού, το γαμπρό
- brudstykke på græsk - θραύσμα, κομματάκι, αποσπασματικός, αποσπασματική, τμηματική, αποσπασματικά, αποσπασματικές
- bruge på græsk - εφαρμόζω, βάζω, αιτούμαι, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, ...
- brumme på græsk - γκρινιάζω, μεμψιμοιρώ, γρύλισμα, βρυχηθμός, βρυχηθμό, γρύλλισμα
Tilfældige ord
Brug på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: χρησιμοποιώ, εργασία, χρήση, εφαρμογή, άσκηση, αίτηση, έθιμο, προσήλωση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Oversættelser: χρησιμοποιώ, εργασία, χρήση, εφαρμογή, άσκηση, αίτηση, έθιμο, προσήλωση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση